Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκθαμβώ — ἐκθαμβῶ ( έω) (AM) προκαλώ κατάπληξη μσν. ἐκθαμβοῡμαι τρομάζω αρχ. 1. γίνομαι έκθαμβος, εκπλήττομαι 2. κοροϊδεύω, χλευάζω … Dictionary of Greek
εκθαμβώνω — και εκθαμβώ ( όω) 1. θαμπώνω με δυνατό φως 2. προκαλώ κατάπληξη … Dictionary of Greek